- σκαπετώ
- σκαπετώ και σκαπετίζω σκαπέτισα (λ. ιταλ.)1. περνάω την κορυφή υψώματος και εξαφανίζομαι. Σκαπέτισαν την κορυφή του λόφου και χάθηκαν από τα μάτια μας.2. δραπετεύω: Σκαπέτισαν κρυφά χωρίς να τους αντιληφθεί κανένας.3. μτφ., καταπίνω: Του πονάει ο λαιμός και δεν μπορεί να σκαπετίσει τίποτε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.