σκαπετώ

σκαπετώ
σκαπετώ και σκαπετίζω σκαπέτισα (λ. ιταλ.)
1. περνάω την κορυφή υψώματος και εξαφανίζομαι. Σκαπέτισαν την κορυφή του λόφου και χάθηκαν από τα μάτια μας.
2. δραπετεύω: Σκαπέτισαν κρυφά χωρίς να τους αντιληφθεί κανένας.
3. μτφ., καταπίνω: Του πονάει ο λαιμός και δεν μπορεί να σκαπετίσει τίποτε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκαπετώ — άω, Ν βλ. σκαπετίζω …   Dictionary of Greek

  • σκαπετίζω — και σκαπετώ Ν 1. γίνομαι άφαντος τρέχοντας, δραπετεύω, τό σκάω 2. εξαφανίζομαι περνώντας την κορυφή υψώματος 3. (γενικά) διαφεύγω κίνδυνο, ξεφεύγω, γλυτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scappare «φεύγω, τρέχω, ξεφεύγω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”